- ζευγνύω
- ζεύγνυμιyokepres subj act 1st sgζεύγνυμιyokepres subj act 1st sgζεύγνυμιyokepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
ίψος — Αρχαίαπόλη της Φρυγίας. Το καλοκαίρι του 301 π.Χ. δόθηκε κοντά στην Ι. ονομαστή μάχη ανάμεσα στον στρατό του ισχυρότατου στρατηγού Αντίγονου και στις δυνάμεις των βασιλιάδων Κάσσανδρου, Λυσίμαχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου. Οι τελευταίοι… … Dictionary of Greek
αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… … Dictionary of Greek
διγαμοζεύκτης — ο (Μ) ο ιερέας που ενώνει με την ευλογία του δίγαμο άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίγαμος + ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζευγνοσύνη — ζευγνοσύνη, ή (Μ) [ζευγνύω] σύνδεσμος, δεσμός … Dictionary of Greek
ζεύγω — βλ. ζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεταπλασμένος ενεστ. ζεύγω από τον αόριστο έζευξα τού ρ. ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζεύξιμος — η, ο [ζευγνύω] 1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο το ζέψιμο, η ζεύξη … Dictionary of Greek
ζυγή — ζυγή, ἡ (AM) ζεύγος αρχ. (ως όργανο βασανισμού) ζυγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ τού θ. ζευγ (πρβλ. φεύγω > φυγή)] … Dictionary of Greek
καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] … Dictionary of Greek
καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] … Dictionary of Greek